- λιβαδήσιος
- α, ο луговой; пастбищный;
§ λιβαδήσια ψάρια — рыба из садка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ λιβαδήσια ψάρια — рыба из садка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιβαδήσιος — α, ο (Μ λιβαδήσ[ι]ος, α, ον) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιβάδι ή προέρχεται από λιβάδι μσν. (για τόπο) αυτός που είναι ή μοιάζει με λιβάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβάδι + κατάλ. ήσ(ι)ος (πρβλ. βουν ήσιος, καμπ ήσιος)] … Dictionary of Greek
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
λειμώνιος — α, ο (Α λειμώνιος, ία, ον, ποιητ. θηλ. και λειμωνιάς, άδος και λειμωνίς, ίδος) [λειμών] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λειμώνα ή προέρχεται από λειμώνα, λιβαδήσιος («λειμώνια ἄνθεα», Αισχύλ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ λειμωνιάς νύμφη τού λειμώνα… … Dictionary of Greek